Κατανοώντας τον ριψοκίνδυνο έφηβο

Η εφηβεία αποτελεί μία αναπτυξιακή περίοδο η οποία συχνά χαρακτηρίζεται από αυξημένη εκδήλωση ριψοκίνδυνων συμπεριφορών. Υποστηρίζεται ότι οι έφηβοι τείνουν να παίρνουν περισσότερα ρίσκα και να υιοθετούν ριψοκίνδυνες συμπεριφορές σε σύγκριση με τους ενήλικες (Peper & Dahl, 2013, Spear, 2000).

Τι ορίζουμε όμως ως ριψοκίνδυνη συμπεριφορά;

Ως ριψοκίνδυνη συμπεριφορά ορίζεται μία συμπεριφορά η οποία μπορεί να προκαλεί ικανοποίηση και ευχαρίστηση από μόνη της, αλλά έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει αρνητικές συνέπειες που πολλές φορές ο έφηβος δεν μπορεί να υπολογίσει από πριν, όπως ζητήματα υγείας ή εμπλοκή με το νόμο (Vermeersch, T’Sjoen, Kaufman & Vicke, 2008). Σύμφωνα λοιπόν με τον παραπάνω ορισμό η ριψοκίνδυνη συμπεριφορά συνιστά ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκόολ, η χρήση και η κατάχρηση παράνομων ουσιών, η μη ασφαλής σεξουαλική επαφή, παραβατικές συμπεριφορές, επιθετικότητα και βανδαλισμούς (Galvan, Hare, Voss, Carey & Casey, 2007). Συμπεριφορές οι οποίες θέτουν τον έφηβο σε κίνδυνο και προκαλούν έντονη αγωνία και ανηχυχία στους γονείς, συγκρούσεις και “αναταράξεις” στο οικογενειακό περιβάλλον.

Είναι ενδιαφέρον όμως να προσπαθήσει κανείς να κατανοήσει ποια είναι η λειτουργία αυτών των συμπεριφορών για τον έφηβο, τι μπορεί, δηλαδή, να εξυπηρετεί τον έφηβο η υιοθέτηση μίας ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς.

Οι ριψοκίνδυνες συμπεριφορές στην εφηβεία δε συνιστούν πλήρως απερίσκεπτες αντιδράσεις του εφήβου. Αντίθετα, είναι στοχοθετημένες. Στοχοθετημένες συμπεριφορές μέσα από τις οποίες ο έφηβος δοκιμάζει τα όρια τα δικά του και των γύρω του, προκειμένου να διαμορφώσει την ταυτότητά του και να διεκδικήσει την αυτονομία του. Μία άλλη λειτουργία των επικίνδυνων συμπεριφορών στην εφηβεία είναι ότι το νέο άτομο εξασκείται στη λήψη αποφάσεων. Αυτό σημαίνει ότι ο έφηβος δοκιμάζει διαφορετικές αποφάσεις σε κάθε περίσταση και μέσα από την έκβαση τους, εξοικειώνεται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και παράλληλα αποκτά γνώση για τον ίδιο αλλά και για τους άλλους γύρω του (Spear, 2000).

Τα ξεσπάσματα επιθετικότητας, η χρήση και κατάχρηση αλκοόλ και παράνομων ουσιών ή οι μικροκλοπές συνιστούν προσπάθειες του εφήβου να δείξει ότι είναι ικανός να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και ότι είναι ώριμος πια. Η υιοθέτηση επικίνδυνων συμπεριφορών ακόμα στην εφηβεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επαναστατική φύση του εφήβου. Ο έφηβος νιώθει άτρωτος, έχει την τάση να αντιτάσσεται στο κάθετι. Έτσι το νέο άτομο, όταν χρειάζεται να πάρει μία ριψοκίνδυνη απόφαση, συχνάσκέφτεται μόνο τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες της απόφασής του (π.χ. την ικανοποίηση, την αποδοχή από τους συνομιλήκους) και αγνοεί τις μακροπρόθεσμες συνέπειες όπως προβλήματα με το νόμο, επιπτώσεις στην υγεία του. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι ο έφηβος πολλές φορές βλέπει στις προκλητικές συμπεριφορές μία ευκαιρία να ξεφύγει από την ένταση και την αναταραχή των αλλαγών της εφηβείας ή να ξεφύγει από ένα ταραχώδες οικογενειακό περιβάλλον.

Για την κατανόηση του ριψοκίνδυνου εφήβου είναι απαραίτητη και η κατανόηση του βιολογικού υποβάθρου αυτής της αναπτυξιακής περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της εφηβείας τα επίπεδα της τεστοστερόνης είναι υψηλότερα, σε σύγκριση με εκείνα στην ενήλικη ζωή. Η συγκεκριμένη ορμόνη δεν ευθύνεται μόνο για τις σωματικές αλλαγές που παρατηρούνται στην εφηβεία αλλά παράλληλα διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τον εγκέφαλο του εφήβου. Έτσι, η αυξημένη τεστοστερόνη φαίνεται να ενισχύει την παρορμητικότητα, την επιθετική και ριψοκίνδυνη συμπεριφορά του εφήβου Αυτό είναι πιο έντονο στα αγόρια, αφού τα επίπεδα της τεστοστερόνης είναι υψηλότερα (Sisk & Zehr, 2005).

Για να κατανοήσει, λοιπόν, κανείς τον ριψοκίνδυνο έφηβο και τη συμπεριφορά του είναι απαραίτητο να λάβει υπόψη του διάφορους και διαφορετικούς παράγοντες, περιβαλλοντικούς αλλά και εσωτερικούς, σε συνδυασμό με το βιολογικό υπόβαθρο της εφηβείας. Είναι απαραίτητο, δηλαδή, να διερευνήσουμε τέτοιου είδους συμπεριφορές σε πολλά επίπεδα και να αποφεύγουμε να καταδικάζουμε μεμονωμένα περιστατικά τους.

 

Βιβλιογραφία

Galvan, A., Hare, T., Voss, H., Glover, G., & Casey, B. J. (2007). Risk-taking and the adolescent brain: Who is at risk? Developmental Science,10(2), 8–14. doi:10.1111/j.1467-7687.2006.00579.x

Peper, J. S., & Dahl, R. E. (2013). The teenage brain: Surging hormones–brain-behavior interactions during puberty. Current Directions in Psychological Science, 22(2), 134–139. doi:10.1177/0963721412473755

Sisk, C. L., & Zehr, J. L. (2005). Pubertal hormones organize the adolescent brain and behavior. Frontiers in Neuroendocrinology, 26(3-4), 163–174. doi:10.1016/j.yfrne.2005.10.003

Spear, L. P. (2000). The adolescent brain and age-related behavioral manifestations. Neuroscience and Biobehavioral Reviews(Vol. 24). doi:10.1016/S0149-7634(00)00014-2

Vermeersch, H., T’Sjoen, G., Kaufman, J. M., & Vincke, J. (2008). The role of testosterone in aggressive and non-aggressive risk-taking in adolescent boys. Hormones and Behavior, 53(3), 463–471. doi:10.1016/j.yhbeh.2007.11.021